χόλικα

χόλικα
χόλιξ
guts
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • χολικός — ή, ό / χολικός, ή, όν, ΝΑ [χόλος /χολή] 1. ο σχετικός με τη χολή 2. αυτός που πάσχει από χολή νεοελλ. φρ. α) «χολικό συρίγγιο» ανατ. παθολογική ή πειραματική επικοινωνία τής χοληδόχου κύστεως ή τών χοληφόρων οδών με το δέρμα β) «χολικά οξέα»… …   Dictionary of Greek

  • επιφανειοδραστικά αντιδραστήρια — Ουσίες που όταν προστεθούν σε ένα υδατικό ή ελαιώδες υγρό υποβιβάζουν ισχυρά την επιφανειακή του τάση. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες εμφανίζουν πάντοτε μια τάση σχηματισμού αφρού (αφρογόνα) λιγότερο ή περισσότερο υψηλή. Αυτή η τάση προσδιορίζεται… …   Dictionary of Greek

  • ταυρίνη — (I) και ταυρείνη, ἡ, Μ, και μόνον στον πληθ. ταυρεῑναι, αἱ, Α είδος υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taurina (< taurus «ταύρος»)]. (II) η, Ν (βιοχ.) μη καρβοξυλικό αμινοξύ το οποίο προέρχεται από το κυστεϊνικό οξύ και τού οποίου η λειτουργία… …   Dictionary of Greek

  • χοληστερίνη — Πολυκυκλική αλκοόλη με φυσικοχημικά χαρακτηριστικά λιπαρής ουσίας· η χημική της δομή περιλαμβάνει ένα βασικό πυρήνα, το στεράνιο, που είναι κοινός και για τη βιταμίνη D, τις ορμόνες των επινεφριδίων, τα ανδρογόνα, τα οιστρογόνα και τα χολικά οξέα …   Dictionary of Greek

  • δεϋδροχολικό οξύ — Τριχολανικό οξύ που προέρχεται από την οξείδωση του χολικού οξέος με την επίδραση των βακτηρίων του εντέρου. Ανήκει στα χολικά οξέα που δεν υδρολύονται και αποτελεί συστατικό της χολής. Με τη δράση του αυξάνεται η ροή του αίματος στην ηπατική… …   Dictionary of Greek

  • λιπάσες — Κατηγορία ενζύμων, τα οποία διασπούν τα λιπίδια σε γλυκερίνη και λιπαρά οξέα ώστε να μπορεί το σώμα να τα ξαναχρησιμοποιήσει. Πολύ σημαντικό ένζυμο αυτής της κατηγορίας είναι η παγκρεατική λ., η οποία εκκρίνεται από το πάγκρεας, δρα στο λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • λιπίδια ή λιποειδή — Κατηγορία ενώσεων ποικίλης δομής, αλλά με κοινές τις γενικές ιδιότητες των λιπών. Πολύ συχνά οι όροι λ. και λίπη θεωρούνται συνώνυμοι. Στον ανθρώπινο οργανισμό διακρίνονται σε λ. αποθέματος, με λειτουργίες πλαστικές, προστατευτικές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”